-
21 ἐπιγίγνεσθον
ἐπιγίγνομαιto be born after: pres imperat mp 2nd dualἐπιγίγνομαιto be born after: pres ind mp 3rd dualἐπιγίγνομαιto be born after: pres ind mp 2nd dualἐπιγίγνομαιto be born after: imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) -
22 ευπάτριδ'
εὐπάτριδα, εὔπατριςborn of a noble sire: neut nom /voc /acc plεὐπάτριδα, εὔπατριςborn of a noble sire: masc /fem acc sgεὐπάτριδι, εὔπατριςborn of a noble sire: dat sgεὐπάτριδε, εὔπατριςborn of a noble sire: nom /voc /acc dual -
23 εὐπάτριδ'
εὐπάτριδα, εὔπατριςborn of a noble sire: neut nom /voc /acc plεὐπάτριδα, εὔπατριςborn of a noble sire: masc /fem acc sgεὐπάτριδι, εὔπατριςborn of a noble sire: dat sgεὐπάτριδε, εὔπατριςborn of a noble sire: nom /voc /acc dual -
24 γίγνομαι
γίγνομαι, [dialect] Ion. and after Arist. [full] γίνομαι [pron. full] [ῑ], ([dialect] Att. Inscrr. have γιγν- in fifth and fourth cent., cf. IG2.11.9, 1055.25, etc.); Thess. [full] γίνυμαι IG9(2).517.22; [dialect] Boeot. [full] γίνιουμαι ib.7.3303: [tense] fut. γενήσομαι: [tense] aor. ἐγενόμην (A , al. ([etym.] προ-) Decr.Byz. ap. D.18.90), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.γένευ Il.5.897
, [ per.] 3sg.γενέσκετο Od.11.208
, , Sapph.16, Pi.P.3.87, Parm.8.20, IG4.492 ([place name] Mycenae), prob.in Scol. 19; [dialect] Ep. , Emp.98.5, Call.Jov.1.50, Theoc.14.27, etc. ([etym.] gṇ-το): [tense] pf.γέγονα Il.19.122
, etc.: [ per.] 3pl.γέγοναν Apoc.21.6
: [tense] plpf.ἐγεγόνει Lys.31.17
, etc.; [dialect] Ion.ἐγεγόνεε Hdt.2.2
; [dialect] Ep. forms (as if from [tense] pf. γέγᾰα), [ per.] 2pl.γεγάᾱτε Batr.143
;γεγάᾱσι Il.4.325
, freq. in Od.: [ per.] 3pl. γεγᾱκᾰσιν cj. in Emp.23.10: [ per.] 3 dual [tense] plpf. ἐκ-γεγάτην [ᾰ] Od.10.138; inf. γεγάμεν [ᾰ] Pi.O.9.110, ([etym.] ἐκ) Il.5.248, etc.; part. γεγᾰώς -ᾰυῖα, pl.-ᾰῶτες, -ᾰυῖαι Hom.
, etc., [var] contr.γεγώς, -ῶσα S.Aj. 472
, E.Med. 406; inf.γεγᾱκειν Pi.O.6.49
: [voice] Med. forms ἐκγεγάασθε Epigr.Hom.16, ἐκ-γεγάονται (in [tense] fut. sense) h.Ven. 197 (s.v.l.):—[voice] Pass. forms, [tense] fut. γενηθήσομαι (only in Pl.Prm. 141e, οὔτε γενήσεται, οὔτε γενηθήσεται, cf. Procl.in Prm.p.963 S.): [tense] aor.ἐγενήθην Epich.209
, Archyt.1, Hp.Epid.6.8.32,7.3, later [dialect] Att., Philem. 95.2 and 167, IG2.630b10 (i B. C.) and Hellenistic Gk., Plb.2.67.8, D.S.13.51: [tense] pf.γεγένημαι Simon.69
, freq. in [dialect] Att. Poets and Prose, in [dialect] Att. inscr. first in cent. iv, IG2.555: [ per.] 3pl.γεγενέανται Philet.
ap.Eust.1885.51: [tense] plpf.ἐγεγένητο Th.7.18
, al.; cf. γείνομαι:— come into a new state of being: hence,I abs., come into being opp. εἶναι, Emp.17.11, Pl.Phd. 102e, cf. Ti. 29a; and so,1 of persons, to be born, νέον γεγαώς new born, Od.19.400; ὑπὸ Τμώλῳ γεγαῶτας born (and so living) under Tmolus, Il.2.866;ἢ πρόσθε θανεῖν ἢ ἔπειτα γ. Hes.Op. 175
; γιγνομέναισι λάχη τάδ'.. ἐκράνθη at our birth, A.Eu. 347;γ. ἔκ τινος Il.5.548
, Hdt.7.11;πατρὸς ἐκ ταὐτοῦ E.IA 406
, cf. Isoc.5.136;σέθεν.. ἐξ αἵματος A.Th. 142
; less freq.ἀπό τινος Hdt.8.22
, etc.; , etc.; γεγονέναι κακῶς, καλῶς, Ar.Eq. 218, Isoc.7.37, etc.; κάλλιον, εὖ, Hdt. 1.146, 3.69; τὸ μὴ γενέσθαι not to have been born, A.Fr. 401: freq. with Numerals,ἔτεα τρία καὶ δέκα γεγονώς Hdt.1.119
;ἀμφὶ τὰ πέντε ἢ ἑκκαίδεκα ἔτη γενόμενος X.Cyr.1.4.16
;γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα D. 21.154
; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες those of an age beyond.., X.Cyr.1.2.4: c. gen., , etc.: rarely with ordinals,ὀγδοηκοστὸν ἔτος γεγονώς Luc.Macr. 22
, cf. Plu.Phil.18.2 of things, to be produced,ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ὥρῃ Od.9.51
; opp. ὄλλυσθαι, Parm.8.13,40; opp. ἀπόλλυσθαι, Anaxag.17, cf. Pl.R. 527b, etc.; opp. ἀπολείπειν, Diog. Apoll.7; opp. ἀπολήγειν, Emp.17.30;τὰ γιγνόμενα καὶ ἐξ ὧν γίγνεται Pl.Phlb. 27a
;ἁπλῇ διηγήσει ἢ διὰ μιμήσεως γ. Id.R. 392d
;ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος X.Mem.3.6.13
; τὰ ἐν ἀγρῷ γιγνόμενα ib.2.9.4; of profits,καρποὶ οἱ ἐξ ἀγελῶν γ. Id.Cyr.1.1.2
, etc.; τὰ ἆθλα ἀπὸ τεττάρων ταλάντων ἐγένοντο were the produce of, i.e. were worth, 4 talents, Id.HG4.2.7; τὸ ἀπὸ τῶν αἰχμαλώτων γενόμενον ἀργύριον produced by [the ransom of].., Id.An.5.3.4; of sums, ὁ γεγονὼς ἀριθμὸς τῶν ψήφων the total of the votes, Pl.Ap. 36a; ἕκατον εἴκοσι στατήρων γίγνονται τρισχίλιαι τριακόσιαι ἑξήκοντα [δραχμαί] 120 staters amount to 3, 360 drachmae, D.34.24; so in Math., of products,ὁ ἐξ αὐτῶν γενόμενος ἀριθμός Euc.7.24
; ἀριθμὸς γενόμενος ἑκατοντάκις multiplied by 100, Papp.10.13; of times of day,ὡς ἡ ἡμέρα ἐγένετο Th.7.81
, etc.;ἕως ἂν φῶς γένηται Pl.Prt. 311a
;ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Th.4.32
; of Time in general, elapse, ;χρόνου γενομένου D.S.20.109
.b falldue,οἱ γιγνόμενοι δασμοί X.An.1.1.8
;τοὺς τόκους τοὺς γ. Isoc.17.37
; τὸ τίμημα τὸ γ., τὸ γ. ἀργύριον, D.24.82, Syngr. ap. eund.35.11;τὸ γ. μέρος X.HG7.4.33
;τὸ γ. τοῖ πλήθι τᾶς ζαμίαυ IG5(2).6
A20 (Tegea, iv B. C.): c. dat.,τὸ γ. τινὶ ἔλαιον UPZ 19.32
(ii B. C.);τοῖς γείτοσι τὸ γ. Thphr.Fr.97
;τὰ γ.
dues,PHib.
1.92 and 111 (iii B. C.): hence γιγνόμενος regular, normal, τίμημα, χάρις, D. 38.25; ἐν ταῖς γ. ἡμέραις in the usual number of days, X.Cyr.5.4.51; freq. in later Gk., as Luc.Tox.18, etc.3 of events, take place, come to pass, and in past tenses to be,καί σφιν ἄχος κατὰ θυμὸν ἐγίγνετο Il.13.86
, etc.;μάχη ἐγεγόνει Pl.Chrm. 153b
, etc.; ;ἡ νόσος ἤρξατο γίγνεσθαι Id.2.47
; πνεῦμα εἰώθει γ. ib.84; τὰ Ὀλύμπια γίγνεται, τραγῳδοὶ γίγνονται, are held, X.HG7.4.28, Aeschin.3.41, etc.; ψήφισμα γ. is passed, X.Cyr.2.2.21; πιστὰ γ., ὅρκοι γ., pledges are given, oaths taken, ib.7.4.3, D.19.158; γίγνεταί τι ὑπό τινος (masc.), X.An.7.1.30, (neut.) Pl.Tht. 200e;τὰ γιγνόμενα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων Th.6.88
;τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων Hdt.Praef.
;ὕβρισμα ἐκ τῶν Σαμίων γενόμενον Id.3.48
;ἀπό τινος γ. X.An.5.6.30
;παρά τινος Pl.R. 614a
; ὃ μὴ γένοιτο which God forbid, D.10.27,28.21; but γένοιτο, = Amen, LXX Is.25.1; γένοιτο γένοιτο ib.Ps.71(72).19: Math., γεγονέτω suppose it done, Euc.6.23, etc.; it is done,Apoc.
16.17: c. dat. et part., γίγνεταί τί μοι βουλομένῳ, ἀσμένῳ (v. βούλομαι, ἄσμενος) ; οὐκ ἂν ἐμοί γε ἐλπομένῳ τὰ γένοιτο, i.e. I could not hope to see these things take place, Od.3.228;ἡδομένοισι ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασι Hdt.9.46
, etc.; of sacrifices, omens, etc., οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σφάγια χρηστά ib.61, cf.62;τὰ ἱερὰ καλὰ ἐγένετο X.An.6.4.9
: abs., τὰ διαβατήρια ἐγ. were favourable, Th.5.55;θυομένῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.HG3.1.17
: in neut. part., τὸ γενόμενον the event, the fact, Th.6.54; τὰ γενόμενα the facts, X.Cyr.3.1.9, etc.;τὸ γιγνόμενον Pl.Tht. 161b
, etc.; τὰ γεγενημένα the past, X.An.6.2.14; τὸ γενησόμενον the future, Th.1.138; τὰ γεγονότα, opp. ὄντα, μέλλοντα, Pl.R. 392d, cf. Lg. 896a: of Time, ;ἕως ἄν τινες χρόνοι γένωνται Pl.Phd. 108c
; but in [tense] pf. and [tense] plpf., to have passed,ὡς διετὴς χρόνος ἐγεγόνεε Hdt.2.2
;πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι Pl.Prt. 320a
: impers., ἐγένετο or γέγονεν ὥστε .. it happened, came to pass that.., X.HG5.3.10, Isoc. 6.40, etc.; ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν.. καὶ ἐθυμώθη it came to pass, when he heard.. that.., LXX Ge.39.19;ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι.. καὶ διήρχετο Ev.Luc.17.11
: c. inf., γίνεται εὑρεῖν it is possible to find, Thgn.639; ἐγένετο, c. acc. et inf., it came to pass that, Act.Ap.9.3, al., PAmh.2.135.10 (ii A. D.): c. dat. et inf.,ἐάν σοι γένηται στραφῆναι Epict.Ench. 23
.1 folld. by Nouns and Adjs.,δηΐοισι δὲ χάρμα γ. Il.6.82
, cf. 8.282;σωτὴρ γενοῦ μοι A.Ch.2
;κωλυτὴς γ. τινός Th.3.23
; [οὖροι] νηῶν πομπῆες γ. Od.4.362
, etc.; πάντα δὲ γιγνόμενος πειρήσεται turning every way, ib. 417; παντοῖος γ., folld. by μή, c. inf., Hdt.3.124;παντοῖος γ. δεόμενος Id.7.10
.γ; ἐκ πλουσίου πένης γ. X.An.7.7.28
;δημοτικὸς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ γ. Pl.R. 572d
: rarely c. part., μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ, i.e. προδότης ἡμῶν, S.Aj. 588, cf. Ph. 773;μὴ ἀπαρνηθεὶς γένῃ Pl.Sph. 217c
;ἀποτετραμμένοι ἐγένοντο Th. 3.68
, etc.: with Pron., τί γένωμαι ; what am I to become, i.e. what is to become of me? A.Th. 297, cf. Theoc.15.51;οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται Th.2.52
; less freq. with masc.,οὐδ' ἔχω τίς ἂν γενοίμαν A.Pr. 905
;γίγνονται πάνθ' ὅτι βούλονται Ar.Nu. 348
.b in past tenses, having ceased to be, ὁ γενόμενος στρατηγός the ex-strategus, POxy.38.11 (i A. D.); ἡ γ. γυνή τινος the former wife, PFlor.99.4 (i/ii A. D.).2 with Advbs.,κακῶς χρῆν Κανδαύλῃ γενέσθαι Hdt.1.8
; εὖ, καλῶς, ἡδέως γ., it goes well, etc., X.An.1.7.5, Arr.Epict.3.24.97, LXX To. 7.9; with personal construction,οἱ παρὰ Πλάτωνι δειπνήσαντες ἐς αὔριον ἡδέως γίγνονται Plu.2.127b
; δίχα γ. τοῦ σώματος to be parted from.., X.Cyr.8.7.20; τριχῇ γ. to be in three divisions, Id.An.6.2.16; γ. ἐμποδών, ἐκποδών, E.Hec. 372, X.HG6.5.38, etc.3 folld. by oblique cases of Nouns,a c. gen., γ. τῶν δικαστέων, τῶν γεραιτέρων, become one of.., Hdt.5.25, X.Cyr.1.2.15, cf. Ar.Nu. 107, etc.;βουλῆς γεγονώς D.C.36.28
(cf. supr.1.b); fall to, belong to,ἡ νίκη Ἀγησιλάου ἐγεγένητο X.HG4.3.20
; to be under control of,ὁ νοῦς ὅταν αὑτοῦ γένηται S. OC 660
, cf. Pl.Phdr. 250a (s. v.l.);ὑμῶν αὐτῶν γενέσθαι D.4.7
(alsoἐντὸς ἑωυτοῦ γ. Hdt.1.119
;ἐν ἑαυτῷ γ. X.An.1.5.17
;ἐν σαυτοῦ γενοῦ S.Ph. 950
);τὴν πόλιν ἐλπίδος μεγάλης γινομένην Plu.Phoc.23
: of things, to be at, i.e. cost, so much, , cf.X.Oec.20.23.c with Preps., γ. ἀπὸ δείπνου, ἐκ θυσίας, have done.., Hdt.2.78, 1.50; πολὺν χρόνον γ. ἀπό τινος to be separated from.., X.Mem.1.2.25; γ. εἴς τι turn into,τὸ κακὸν γ. εἰς ἀγαθόν Thgn.162
; freq. in LXX,ἐγενήθη μοι εἰς γυναῖκα Ge.20.12
; εἰς βρῶσιν ib.La.4.10; εἰς οὐδέν, εἰς κενόν, Act.Ap.5.36, 1 Ep.Thess. 3.5;ἐς Αακεδαίμονα Hdt.5.38
(in Hom. even without Prep.,ἐμὲ χρεὼ γ. Od.4.634
); γ. τι εἴς τινα comes to him, of a dowry, Is.3.36; of a ward, And.1.117; γ. ἐξ ὀφθαλμῶν τινι to be out of sight, Hdt.5.24; ἐξ ἀνθρώπων γ. disappear from.., Paus.4.26.6;γ. ἐν Χίῳ Hdt.5.33
, etc.; γ. ἐν .., to be engaged in.., οἱ ἐν ποιήσει γινόμενοι in poetry, Id.2.82; ἐν [πολέμῳ] Th.1.78;ἐν πείρᾳ γ. τινος X.An.1.9.1
; ἐν ὀργῇ, ἐν αἰτίᾳ πρός τινα γ., Plu.Flam.16, Rom.7; of things, ἐν καιρῷ γ. to be in season, X.HG4.3.2;ἐν τύχῃ γ. τινί τι Th.4.73
; γ. διὰ γηλόφων, of a road, X.An.3.4.24; but δι' ἔχθρας γ. τινί to be at enmity with, Ar.Ra. 1412; γ. ἐπὶ ποταμῷ arrive or be at.., Hdt.1.189, etc.; γ. ἐπί τινι fall into or be in one's power, X.An.3.1.13, etc.;ἐπὶ συμφοραῖς γ. D.21.58
codd. (- ᾶς Schaefer); γ. ἐπί τινι, also, to be set over.., X.Cyr.3.3.53; γ. ἐφ' ἡμῶν αὐτῶν to be alone, Aeschin.2. 36;γ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως D.C.43.48
; γ. ἐπ' ἐλπίδος to be in hope, Plu.Sol.14: Math., γ. ἐπὶ ἀριθμόν to be multiplied into a number, Theol.Ar.3; γ. κατά τινα or τι to be near.. or opposite to.., in battle, X.Cyr.7.1.14, HG4.2.18; but κατὰ ξυστάσεις γ. to be formed into groups, Th.2.21;καθ' ἓν γ. Id.3.10
; καθ' αὑτοὺς γ. to be alone, D.10.52; γ. μετὰ τοῦ θείου to be with God, X.Cyr.8.7.27, etc.;ἡ νίκη γ. σύν τινι Id.Ages.2.13
; γ. παρ' ἀμφοτέροις τοῖς πράγμασι to be present on both sides, Th.5.26; γ. παρά τι to depend upon.., D.18.232; γ. περὶ τὸ συμβουλεύειν to be engaged in.., Isoc.3.12; γενοῦ πρός τινα go to So-and-so, PFay. 128, etc.; γ. πρὸς τῇ καρδίᾳ to be at or near.., Pl.Phd. 118, etc.; γ. πρός τινι to be engaged in.., Isoc. 12.270, D.18.176; αὐτὸς πρὸς αὑτῷ meditate, Plu.2.151c; soγ. πρὸς τὸ ἰᾶσθαι Pl.R. 604d
;πρὸς παρασκευήν Plb.1.22.2
: impers.,ἐπεὶ πρὸς ἡμέραν ἐγίγνετο X.HG2.4.6
; γενέσθαι πρός τινων to be inclined towards them, Hdt.7.22; γ. πρὸ ὁδοῦ to be forward on the way, Il.4.382; γ. ὑπό τινι to be subject to.., Hdt.7.11, Th.7.64; γ. ὑπὸ ταῖς μηχαναῖς to be under the protection of.., X.Cyr.7.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γίγνομαι
-
25 φύω
φύω, Il.6.148, etc.; [dialect] Aeol. [full] φυίω fort. leg. in Alc.97: [tense] impf. ἔφυον, [dialect] Ep.[ per.] 3sg.Aφύεν Il.14.347
: [tense] fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT 438: [tense] aor.ἔφῡσα Od.10.393
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: [tense] fut. , Hp.Mochl.42, Pl.Lg. 831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, [tense] pf.πέφῡκα Od.7.114
, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3pl.πεφύᾱσι Il.4.484
, Od.7.128; [ per.] 3sg. subj. πεφύῃ ([etym.] ἐμ-) Thgn.396; [dialect] Ep. part. fem. πεφυυῖα ([etym.] ἐμ-) Il.1.513, acc. pl.πεφυῶτας Od.5.477
; [dialect] Dor. inf.πεφύκειν Epich.173.3
: [tense] plpf.ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9
, Pl.Ti. 69e; [dialect] Ep.πεφύκειν Il.4.109
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. , Op. 149: [tense] aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: [dialect] Ep. [ per.] 3sg.φῦ Il.6.253
, etc., [ per.] 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also [ per.] 3pl. of [tense] aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω orφυῶ E.Fr.377.2
, Pl.R. 415c, 597c, Hp.Carn.12; [ per.] 3sg. opt.φύη Theoc.15.94
, ([etym.] συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, [dialect] Ep.φύμεναι Theoc. 25.39
,φῦν Parm.8.10
; part.φύς Od.18.410
, etc., [dialect] Boeot. fem.φοῦσα Corinn.21
: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 ([place name] Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb. 5883 ([place name] Cyrene): later, [tense] fut. , [voice] Pass.φυήσομαι Gp.2.37.1
, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): [tense] aor. 2 [voice] Pass.ἐφύην J.AJ18.1.1
, prob. in BSA28.124 ([place name] Didyma), ([etym.] ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf.φυῆναι Dsc.2.6
, ([etym.] ἀνα-) D.S.1.7; part.φῠείς Hp.Nat.Puer.22
, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: [tense] aor. 1 [voice] Pass.συμ-φυθείς Gal. 7.725
. [Generally [pron. full] ῠ before a vowel, [dialect] Ep., Trag. (A.Th. 535, S.Fr. 910.2), etc., [pron. full] ῡ before a consonant; butφῡει Trag.Adesp.454.2
,φῡεται S.Fr.88.4
, Trag.Adesp. 543 ( = Men.565); ; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr. 680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi,προσφῡονται Nic.Al. 506
,φῡουσιν D.P.1031
; also in compds.]A trans., in [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. 1 [voice] Act.:—bring forth, produce, put forth,φύλλα.. ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148
; , cf. 1.235, Od.7.119, etc.;ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba. 651
; so τρίχες.., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th. 535;φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19
; of a country, ;ὅσα γῆ φύει Pl.R. 621a
, cf. Anaxag.4.2 beget, engender, E.Ph. 869, etc.;Ἄτλας.. θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3
, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT 1019, Ar.V. 1472 (lyr.);ὁ φ. πατήρ E.Hel.87
;ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc. 290
;τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8
; of both parents,γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT 436
;οἱ φύσαντες E.Ph.34
, cf. Fr. 403.2;φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt. 274a
;ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404
; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib. 438; .3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29;φ. πτερά Ar. Av. 106
, Pl.Phdr. 251c; ; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA 518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El. 1463 (but alsoθεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant. 683
): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; ; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91;θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.
in PSI11.1208.15;αὑτῷ πόνους φῦσαι S. Ant. 647
.II in [tense] pres. seemingly intr., put forth shoots,εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101
;δρύες.. φύοντι Theoc.7.75
, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97;ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXXDe. 29.18
.B [voice] Pass., with intr. tenses of [voice] Act., [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world,θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190
, cf. 5.481; ;τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109
, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352;φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138
, cf. 1.193; growing there,Id.
2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5;τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra. 410d
, cf. Phd. 110d, Plt. 272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133;φύονται πολιαί Pi.O.4.28
; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); is produced,X.
Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R. 564b, Lg. 757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense [tense] aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.2 of persons, to be begotten or born, most freq. in [tense] aor. 2 and [tense] pf.,ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27
;τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag. 1342
(anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC 1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς.. γεραιτέρᾳ ib. 1294; ; φύς τε καὶ τραφείς ib. 396c;μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7
, cf. Pl.Smp. 197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one, , cf. S.OC 1379, etc.;θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61
, cf. S.OT 1359 (lyr.), Ant. 562;ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT 610
; , etc.;φ. ἔκ τινος S.OT 458
, E.Heracl. 325, Pl.R. 415c, etc.;ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24
, etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30;ἐκ θεῶν γεγονότι.. διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24
.II in [tense] pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες .. S.Fr. 88.4;πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13
; the [tense] pf. and [tense] aor. 2 take a [tense] pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα ([etym.] - κώς), etc., S.Ph. 558, 1244, etc.;δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79
; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, (anap.), cf. Pl.Grg. 479d, etc.;εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41
, cf. Oec.10.2; [τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10
;τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56
: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1;δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6
;οὕτως πεφ. X.HG7.1.7
; alsoοἱ καλῶς πεφυκότες S.El. 989
, cf. Lys.2.20;οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R. 431c
: then, simply, to be so and so,φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr. 969
;θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers. 157
(troch.);γυναῖκε.. ἔφυμεν S.Ant.62
; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib. 575; : c. part.,νικᾶν.. χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052
;πρέπων ἔφυς.. φωνεῖν Id.OT9
, cf. 587;τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48
, cf. 11.41, X.Smp.4.54.2 c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so,τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr. 279
; ; , cf. Ant. 688;φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79
;πεφύκασι δ' ἅπαντες.. ἁμαρτάνειν Th.3.45
, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.;πέφυκε.. τρυφὴ.. ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c
.3 with Preps., γυνὴ.. ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med. 928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr. 322; also ;εἴς τι Aeschin.3.132
; most freq.πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh. 1355a16
;εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X. Mem.4.1.2
;πρὸς πόλεμον μᾶλλον.. ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R. 547e
;κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3
, etc.; alsoπρός τινι Id.Ath.2.19
(s. v.l., cf. Plb.9.29.10); alsoεὖ πεφ. κατά τι D.37.55
.4 c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot,πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος S.El. 860
(lyr.); ;ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος D.60.18
, cf. X.Cyr.4.3.19.6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; ; also expressed personally,τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68
: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44A i 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.) -
26 Ιφιγένει'
Ἰφιγένεια, Ἰφίγενειαfem nom /voc sgἸφιγένειαι, Ἰφίγενειαfem nom /voc plἸφιγένεια, Ἰφιγενείαfem nom /voc sgἸφιγένειαι, Ἰφιγενείαfem nom /voc plἸφιγένεια, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc sgἸφιγένειαι, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc plἸφιγένειαι, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc pl -
27 Ἰφιγένει'
Ἰφιγένεια, Ἰφίγενειαfem nom /voc sgἸφιγένειαι, Ἰφίγενειαfem nom /voc plἸφιγένεια, Ἰφιγενείαfem nom /voc sgἸφιγένειαι, Ἰφιγενείαfem nom /voc plἸφιγένεια, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc sgἸφιγένειαι, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc plἸφιγένειαι, ἰφιγένειαstrong-born: fem nom /voc pl -
28 Καδμογενή
ΚαδμογενήςCadmus-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΚαδμογενήςCadmus-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΚαδμογενήςCadmus-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
29 Καδμογενῆ
ΚαδμογενήςCadmus-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΚαδμογενήςCadmus-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΚαδμογενήςCadmus-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
30 Κυπρογενή
ΚυπρογενήςCyprus-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΚυπρογενήςCyprus-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΚυπρογενήςCyprus-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
31 Κυπρογενῆ
ΚυπρογενήςCyprus-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΚυπρογενήςCyprus-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΚυπρογενήςCyprus-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
32 Λητογενή
Λητογενήςborn of Leto: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Λητογενήςborn of Leto: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Λητογενήςborn of Leto: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
33 Λητογενῆ
Λητογενήςborn of Leto: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Λητογενήςborn of Leto: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Λητογενήςborn of Leto: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
34 Λυκηγενή
ΛυκηγενήςLycian-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΛυκηγενήςLycian-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΛυκηγενήςLycian-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
35 Λυκηγενῆ
ΛυκηγενήςLycian-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ΛυκηγενήςLycian-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ΛυκηγενήςLycian-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
36 Σουσιγενή
Σουσιγενήςborn at Susa: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Σουσιγενήςborn at Susa: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Σουσιγενήςborn at Susa: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
37 Σουσιγενῆ
Σουσιγενήςborn at Susa: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Σουσιγενήςborn at Susa: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Σουσιγενήςborn at Susa: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
38 Τριτογενή
Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
39 Τριτογενῆ
Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)Τρῑτογενῆ, ΤριτογένειαTrito-born: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
40 αγεννή
ἀγεννήςlow-born: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀγεννήςlow-born: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀγεννήςlow-born: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
Born This Way (chanson) — Born This Way Single par Lady Gaga extrait de l’album Born This Way Logo de Born This Way Sortie … Wikipédia en Français
Born This Way (Album) — Born This Way Studioalbum von Lady Gaga Veröffentlichung 23. Mai 2011 … Deutsch Wikipedia
Born This Way (Lied) — Born This Way Lady Gaga Veröffentlichung 11. Februar 2011 Länge 4:20 Genre(s) Elektropop, Dance Pop, Text Stefani … Deutsch Wikipedia
Born (Familienname) — Born ist ein Familienname. Bekannte Namensträger Inhaltsverzeichnis A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z … Deutsch Wikipedia
Born to Die — Студийный альбом … Википедия
Born — steht für: die historische oder historisierend poetische Bezeichnung für einen Brunnen born, eine davon abgeleitete Gewässer und Ortsbezeichnung Born (Familienname), der Familienname Born Born (Berg), ein Berg in der Schweiz Born Feinkost, ein… … Deutsch Wikipedia
Born to Run — Studioalbum von Bruce Springsteen Veröffentlichung 25. August 1975 Label Columbia Records … Deutsch Wikipedia
Born to Run — Saltar a navegación, búsqueda Born to Run Álbum de Bruce Springsteen Publicación 25 de agosto de 1975 Grabación Record Plant Studios y 914 Sou … Wikipedia Español
born — [ bɔrn ] adjective *** 1. ) never before noun when a baby is born, it comes out of its mother s body and starts its life. The time when you are born is your birth, and a mother gives birth to a baby: Her grandfather died before she was born. born … Usage of the words and phrases in modern English
Born to Make You Happy — Saltar a navegación, búsqueda Born to Make You Happy Sencillo de Britney Spears del álbum ...Baby One More Time Lanzamiento … Wikipedia Español
Born to Make You Happy — «Born To Make You Happy» Сингл Бритни Спирс из альбома ...Baby One More Time … Википедия